#women's_jobs_edition
Πήγε τρεις η ώρα. Άργησα. Πάλι θα με περιμένει στην είσοδο η Μάρθα με το φουντωτό της μαλλί, που μοιάζει με αποτυχημένο μπανάνα κέικ, χτυπώντας με το δάκτυλο του χεριού το καντράν του ντεμοντέ ρολογιού της, υπενθυμίζοντάς μου ότι άργησα για μια ακόμη φορά στη δουλειά.
Φτάνοντας στο μπορντώ νεοκλασικό, της οδού Λαρίσης αρ.69, αντίκρυσα την εικόνα που είχα φανταστεί λίγα λεπτά πριν, με την διαφορά ότι ο εκνευρισμός της είχε μεταφερθεί και στο αριστερό της πόδι που χτυπούσε νευρικά και ρυθμικά στο πλατύσκαλο. Σκέφτηκα στιγμιαία ότι μπορεί να έπασχε από το "σύνδρομο του ανήσυχου ποδιού", αλλά μετά εστίασα στο στόμα της, που το είχε γεμίσει με τσίχλες και προσπαθούσε να τις ξεζουμίσει με μανία, λες και ήταν αποχυμωτής ξυλιτόλης και ασπαρτάμης.
Επιβεβαίωσα έτσι την κακή της διάθεση και αποφάσισα να την προσπεράσω, χωρίς πολλές εξηγήσεις. Με σταμάτησε στην είσοδο.
- Σε περιμένει απ' τις τρεις παρά είκοσι ο Ανέστης. Έχει αρχίσει και ιδρώνει και τον φαγουρίζει το περουκίνι. Άντε γρήγορα να ετοιμαστείς και βάλε λίγο απ' το πατσουλί που του αρέσει. Το έχω πάνω στη συρταριέρα, μου είπε, ξεχνώντας την αργοπορία μου και επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της πλέον στον πελάτη.
Ο Κυρ Ανέστης ήταν χρόνια πελάτης της επιχείρησης. Ήταν άνθρωπος μαζεμένος, εσωστρεφής από νεαρός και κοινωνικά αδέξιος. Κάθε φορά που πλησίαζε μια κοπέλα ξερόβηχε και τίναζε το κεφάλι του ψηλά, κλείνοντας ασυναίσθητα το αριστερό του μάτι. Απ' το υπερβολικό του άγχος είχε χάσει όλα τα μαλλιά του από νωρίς, ρίχνοντας την αυτοπεποίθησή του ακόμα περισσότερο. Ανά δεκαετία άλλαζε χρωματικά το περουκίνι του. Με αυτό ένιωθε ισχυρός, λες και ήταν η υπερδύναμή του.
Αφού ψεκάστηκα δύο φορές με το πατσουλί της Μάρθας και μετά από πέντε φτερνίσματα, μπήκα με σιγουριά στο "κόκκινο δωμάτιο", που ήταν η αγαπημένη επιλογή του Ανέστη, γιατί εκεί ένιωθε οικεία. Καθόταν ακίνητος στην ξύλινη πολυθρόνα, με τα χέρια του σταυρωμένα, λίγο νευρικός, ιδρωμένος και κάπως θλιμμένος μέχρι που με αντικρύζει.
- Ήρθες. Νόμιζα ότι κάτι σου έτυχε.
Πήγα κοντά του, έβαλα στη σωστή θέση το κατσαρό του περουκίνι, του έβγαλα το καρώ γιλέκο, τον έπιασα απ' το χέρι και τον οδήγησα στο σιδερένιο κρεβάτι. Αφού έβγαλε τα ρούχα του, άφησε τις κάλτσες του, για γούρι. Δαγκώνω τα χείλη μου για να μην ξεραθώ στα γέλια, όπως κάθε φορά, και εκείνος το εκλαμβάνει ως πόθο. Όση ώρα έκανε την προσπάθεια να "εισχωρήσει" στον πιο προσωπικό μου χώρο, θυμήθηκα ότι είχα ξεχάσει αναμμένο τον θερμοσίφωνα.
- "Πάλι θα με πηδ@ξει η Δ.Ε.Η. βάναυσα, περισσότερο απ' τον Ανέστη", σκέφτηκα.
Κοίταξα ασυναίσθητα τον δείκτη των δευτερολέπτων του επιτοίχιου ρολογιού, βάζοντας στοίχημα με τον εαυτό μου πως αν μετρήσω μέχρι το τριάντα θα έχει τελειώσει και η "δουλειά".
17, 18, 19.. τέλος. Είχε την συνήθεια μάλιστα όταν ολοκλήρωνε να βγάζει ένα ουρλιαχτό σαν παγιδευμένο ποντίκι στη φάκα. Τούτη τη φορά, το ουρλιαχτό βγήκε με μεγαλύτερη ένταση, δηλώνοντας ότι είχε προφανώς εξαντλήσει την περισσότερη ενέργειά του στην προσμονή.
Ευτυχώς. Είχα να προλάβω και το σούπερ μάρκετ ανοιχτό.
- " Ήσουν υπέροχη όπως πάντα, και στοργική", μου είπε βάζοντας το παντελόνι του.
Τον ταλαίπωρο, σκέφτηκα. Πόσο ανάγκη είχε αυτή την οικειότητα.
- "Εκατόν ογδόντα", του λέω στεγνά, "επειδή σε είχα και περίμενες αγόρι μου".
Ακουμπάει τα χρήματα διπλωμένα το κομοδίνο και αφού μου δίνει μια τελευταία ματιά, κατευθύνεται προς την πόρτα. Γυρίζει προς την μεριά μου τινάζοντας το κεφάλι του και με το ένα μάτι κλειστό ξεροβήχει και με ρωτάει:
- "Τα λέμε πάλι την άλλη Παρασκευή, έτσι;"
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και άρχισα να ντύνομαι.
Απ' έξω περίμεναν οι άλλοι τρεις πελάτες μου.
Πάτησα το κουμπί δίπλα απ' το κομοδίνο μου, δίνοντας "σήμα" στην Μάρθα ότι ήταν ώρα να στείλει τον επόμενο πελάτη.
- "Καλώς τον Ερμόλαο. Κάτσε."
Ο ήλιος άρχιζε να πέφτει θυμίζοντάς μου και την λήξη της βάρδιας. Βιάστηκα να βγω απ' τα ρούχα της "εργασίας" για να προλάβω και τις μικροδουλειές μου.
Η Μάρθα περίμενε στην έξοδο με το τεφτέρι της, με το μαλλί να έχει γίνει πιο επίπεδο και την προσωπικότητά της.
- "Γράψε "Ανέστης και Ερμόλαος" για την άλλη Παρασκευή. Τα λέμε την Κυριακή, αύριο έχω οδοντίατρο".
- "Που πας τόσο βιαστικά;", ρωτάει ευγενικά αυτή τη φορά, ικανοποιημένη που όλα κύλησαν ομαλά.
- "Πάω στο σούπερ μάρκετ να πάρω υλικά για μπανάνα κέικ", της λέω χωρίς να αντιληφθεί το ειρωνικό μου ύφος.
Τέλος.
MuMu

